Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Πώς διαβάζουμε και ποιες αλλαγές επιφυλάσσει η τεχνολογία σε αυτή την πλευρά της ζωής μας Το βιβλίο ποτέ δεν πεθαίνει Παπαγιαννίδου, Μαίρη


ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ
Το βιβλίο ποτέ δεν 
πεθαίνει
 
Ως τώρα ξέραμε ότι η ανακάλυψη της τυπογραφίας στα μέσα του 15ου αιώνα έφερε επανάσταση στην ιστορία της γραφής και της ανάγνωσης, ενώ η εμφάνιση των ηλεκτρονικών και ψηφιακών δημοσιεύσεων μαζί με την εξάπλωση των οπτικοακουστικών μέσων στην εποχή μας απειλεί να επιφέρει την παρακμή ή ακόμη και την κατάργηση του αναγνώσματος. Φαίνεται, όμως, ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οι επαναστάσεις στην ιστορία του βιβλίου είναι πολύ περισσότερες και δεν αφορούν τις τεχνικές μεταμορφώσεις του, αλλά τις αναγνωστικές συμπεριφορές. Από αυτή την άποψη, είτε από πάπυρο τυλιγμένο σε φύλλα κέδρου, είτε αρχαίο χειρόγραφο σε μορφή κώδικα, είτε σε έντυπη μορφή ή σε οθόνη υπολογιστή, το βιβλίο ποτέ δεν πεθαίνει. Ζει όσο υπάρχουν αναγνώστες για να το διαβάσουν. Αν κάτι αλλάζει, όπως εντοπίζουν οι 13 επιστήμονες/συγγραφείς αυτού του νέου συλλογικού χρονολογικού τόμου, είναι οι μέθοδοι ανάγνωσης του κειμένου σε συνάρτηση με τις μεταλλάξεις της κάθε εποχής. Ετσι τα ορόσημα μετακινούνται σε αυτή την καινούργια Ιστορία της Ανάγνωσης στον Δυτικό Κόσμο. Η καθυστερημένη επανάσταση
Ο ύστερος 5ος αιώνας σηματοδότησε κατ' αρχάς το όριο μεταξύ του βιβλίου που προορίζεται για διατήρηση κειμένων (π.χ. επιγραφές με καταλόγους ονομάτων) και του βιβλίου που προορίζεται για ανάγνωση (π.χ. επιτύμβιες επιγραφές), ενώ το διάβασμα για «ψυχαγωγία» ήταν άγνωστη ιδέα στον αρχαίο κόσμο. Οι μεγάλες ελληνιστικές βιβλιοθήκες πάλι δεν ήταν αναγνωστικές, αλλά μάλλον σύμβολα της grandeur των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, περιορισμένες για χρήση μόνο από μαθητές και δασκάλους. Περίπου το ίδιο συνέβη και στην αρχαία Ρώμη, όπου η ανάγνωση βιβλίων αποτελούσε αποκλειστική και καθ' όλα ιδιωτική πρακτική των ανώτερων τάξεων. Στον Μεσαίωνα έγινε προνόμιο των μοναστικών και πανεπιστημιακών κύκλων. Η «επανάσταση της ανάγνωσης», λοιπόν, συντελέστηκε μόνο τον 19ο αιώνα από τους αναγνώστες μυθιστορημάτων, οι οποίοι αποτελούσαν πολυπληθείς και πιο ταπεινές ομάδες του πληθυσμού και τροφοδοτούνταν από πλανόδιους εμπόρους. Και μια νέα επανάσταση αναμένεται τώρα με την ανακάλυψη της ηλεκτρονικής μετάδοσης των κειμένων. Παρατηρείται εν γένει μια συνέχεια του έντυπου πολιτισμού (print culture) με τον χειρόγραφο πολιτισμό (scibal culture), και το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τον ηλεκτρονικό.
Συγκεκριμένα, η ανακάλυψη της τυπογραφίας ανέτρεψε πράγματι τους τρόπους παραγωγής του βιβλίου, αλλά δεν σήμανε ριζική επανάσταση στην ανάγνωση. Η νέα τεχνική δεν διατάραξε τις στοιχειώδεις δομές του βιβλίου, ούτε μετέβαλε τη μακρά πρακτική της κατ' ανάγκην μεγαλόφωνης ανάγνωσης, απαραίτητης για την κατανόηση του νοήματος. Η σιωπηλή ανάγνωση, παρ' ότι συνυπήρχε με τη μεγαλόφωνη από την εποχή της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας, καθιερώθηκε μόλις στα χρόνια του Μεσαίωνα ως αποκλειστικότητα των αναγνωστών στα μοναστήρια, για να γίνει κατά τον 14ο-15ο αιώνα προνόμιο των μη κληρικών αριστοκρατών και των λογίων. Ακόμη και σήμερα, στις δυτικές κοινωνίες, στην κατηγορία «αναλφάβητοι» κατατάσσονται όχι μόνο όσοι δεν γνωρίζουν καθόλου ανάγνωση αλλά και όσοι διαβάζουν μεγαλόφωνα.
Εκταση και ένταση

Με την «επανάσταση της ανάγνωσης» των νεότερων χρόνων, προς τα τέλη του 18ου αιώνα, σημειώθηκε μια μεταβολή και μια παλινδρόμηση στις αναγνωστικές συνήθειες: κατ' αρχάς εμφανίστηκε η «εντατική» ανάγνωση, την οποία διαδέχθηκε μια άλλη, η «εκτεταμένη». Ο «εντατικός» αναγνώστης είχε στη διάθεσή του περιορισμένο αριθμό βιβλίων, συνήθως θρησκευτικού περιεχομένου, τα οποία διάβαζε ξανά και ξανά, τα απομνημόνευε και τα απήγγελλε τα είχε ακούσει και τα είχε αποστηθίσει, και θα τα μετέδιδε από γενιά και γενιά ως κειμήλιο. Ενα τέτοιο βιβλίο ήταν η Βίβλος. Ο «εκτεταμένος» αναγνώστης είναι ένα νέο είδος αναγνώστη: καταναλώνει πλήθος εντύπων, ποικίλου περιεχομένου και εφήμερου ενδιαφέροντος. Τα διαβάζει με ταχύτητα και δίψα, αλλά τα αντιμετωπίζει με κριτικό μάτι, και κανένας τομέας δεν εξαιρείται από την αμφιβολία. Ηδη, όμως, από την εποχή της «εντατικής» ανάγνωσης υπήρχαν πολλοί «εκτενείς» αναγνώστες - για παράδειγμα οι ουμανιστές λόγιοι -, ενώ η «εντατική» ανάγνωση θα αναζωπυρωνόταν με την εμφάνιση των μυθιστορημάτων. Ο κόσμος διάβαζε τα αγαπημένα μυθιστορήματα ξανά και ξανά, απομνημόνευε αποσπάσματα, χρησιμοποιούσε φράσεις τους στην καθημερινή του ζωή, ταυτιζόταν με τους ήρωες, συνέπασχε. Η λογοτεχνία σε μορφή επιφυλλίδων στον Τύπο δημιούργησε μια νέα αγορά και έκανε πλούσιους συγγραφείς, όπως ο Ευγένιος Συ, ο Θάκερεϊ, ο Τρόλοπ, με αποτέλεσμα μια νέα σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και στο κοινό. «Οι Αμερικανοί αναγνώστες όπως αναφέρεται συνωστίζονταν μπροστά στις αποβάθρες για να υποδεχτούν το καράβι που έφερνε τη συνέχεια του μυθιστορήματος Το παλαιοπωλείο του Καρόλου Ντίκενς, αγωνιώντας να μάθουν την τύχη της μικρής ηρωίδας Νελ». Η «αναγνωστική μανία» αρχίζει να περιγράφεται σαν κίνδυνος που απειλεί την πολιτική τάξη, σαν «ναρκωτικό» που εκτρέπει από τον πραγματικό Διαφωτισμό, σαν απορρύθμιση της φαντασίας και των αισθήσεων. Μια τέτοια αποστασιοποίηση «απομακρύνει τους υπηκόους από τους άρχοντές τους, τους χριστιανούς από τις εκκλησίες τους».
Το φαινόμενο της διανοουμένης
Την ίδια εποχή άνθησε μια βιομηχανία γυναικείων περιοδικών και εμφανίστηκε ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο: το φαινόμενο της διανοουμένης. Οι γυναίκες συγγραφείς χλευάστηκαν ανελέητα από σατιρικά περιοδικά επειδή θεωρούνταν απειλή για την οικογενειακή γαλήνη, άφησαν όμως τη σφραγίδα τους. Ηταν η εποχή της «γυναίκας των γραμμάτων» και οι κυρίαρχες αντιλήψεις για τον ρόλο και τη νοημοσύνη των γυναικών μεταβλήθηκαν. Ενας συγγραφέας του Μπορντό σχολίαζε το 1850: «Η κοινωνία τη σήμερον ημέρα είναι χωρισμένη σε δύο μεγάλες κατηγορίες: από τη μία πλευρά είναι οι άνδρες, οι οποίοι ψυχαγωγούνται και καπνίζουν, από την άλλη πλευρά είναι οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια, των οποίων η ζωή μοιράζεται ανάμεσα στην ανάγνωση μυθιστορημάτων και τη μουσική». Βέβαια, όταν τα δύο φύλα έρχονταν σε επαφή με την ανάγνωση, η γυναίκα συχνά βρισκόταν σε θέση εποπτείας από τον άνδρα. Σε κάποιες καθολικές οικογένειες, οι γυναίκες απαγορευόταν να διαβάζουν εφημερίδα, αλλά πιο συχνά ο άνδρας διάβαζε την εφημερίδα μεγαλόφωνα... Αυτά διορθώθηκαν αργότερα με νέες αναγνωστικές συνήθειες.
Καθώς βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας τρίτης επανάστασης, με τους νέους τρόπους ανάγνωσης που αυτή επιτρέπει και ταυτόχρονα επιβάλλει, η όλη σχέση με το γραπτό κείμενο έχει ριζικά ανατραπεί και η σημερινή κατάσταση παρουσιάζει έντονα συμπτώματα διάλυσης του «καθεστώτος της ανάγνωσης». Ηδη από το 1961, ο Εουτζένιο Μοντάλε είχε παρατηρήσει ότι διαβάζονται όλο και λιγότερα βιβλία, ενώ είναι αρκετά μεγάλος ο αριθμός των αναγνωστών περιοδικών φύλλων, εφημερίδων, περιοδικών, αφισών και άλλου έντυπου υλικού. Αλλά οι αναγνώστες των τυχαίων καθημερινών δημοσιευμάτων δεν διαβάζουν: απλώς βλέπουν, κοιτούν. Κοιτούν με την προσοχή που θα έδιναν σε ένα κόμικς, ακόμη κι όταν ξέρουν στ' αλήθεια να διαβάζουν. Κοιτούν και στη συνέχεια πετούν.
Η ώρα του συν-συγγραφέα
Οι σημερινοί αναγνώστες τυχαίων καθημερινών δημοσιευμάτων είναι όμως διαφορετικοί. Δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα στον αναγνώστη, και όχι στον συγγραφέα ή τον εκδότη, να υποβάλει τα ηλεκτρονικά κείμενα σε ποικίλες επεξεργασίες στην οθόνη και να γίνει κατά κάποιον τρόπο συν-συγγραφέας. Και ενώ τα βιβλία (και τα λοιπά έντυπα μέσα) περιθωριοποιούνται μπροστά στα οπτικοακουστικά μέσα, εμφανίζονται νέες πρακτικές ανάγνωσης, οι οποίες δημιουργούν τη μορφή του «αναρχικού» αναγνώστη. Ετσι, η παραγωγή του βιβλίου δεν παρουσιάζει κάμψη, αντίθετα εντείνεται. Στον «αναρχικό» αναγνώστη αντιστοιχεί μια άλλη αντικανονική και δυνάμει «αναρχική» μορφή: αυτή του καταναλωτικού συγγραφέα, ο οποίος γράφει κείμενα παραλογοτεχνίας, ξαναγράφει κείμενα άλλων, συντάσσει αστυνομικά ή ροζ μυθιστορήματα και συχνά είναι καταδικασμένος στην ανωνυμία ή διαγραμμένος από τις ομάδες των συντακτών, εμφανίζεται όμως κάθε χρόνο με καινούργιο βιβλίο. Πρόκειται για ένα γνώριμο φαινόμενο στη μακρά ιστορία του δυτικού γραπτού λόγου, το οποίο επανεμφανίζεται σε όλες τις στιγμές κρίσης της παραγωγής, έντονης αύξησης του κοινού και σαφούς υποχώρησης της ποιότητας του προϊόντος, όπως, για παράδειγμα, συνέβη στη Γαλλία το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, τις παραμονές της Επανάστασης. Συχνά μάλιστα διαδραματίζει ενεργό ρόλο αμφισβήτησης του ισχύοντος πολιτιστικού (και πολιτικού) συστήματος. Παραμένει άγνωστο προς το παρόν αν αυτή η νέα αλλαγή της «τάξης πραγμάτων στα βιβλία» - κατά τη διατύπωση του Σαρτιέ - θα επιφέρει και μια αλλαγή στην τάξη του κόσμου.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου